Η Μουσική και ο Δρόμος
Είμαι ένας άνθρωπος που δεν περιορίστηκε ποτε στα μουσικά του ακούσματα. Ξεκίνησα στα 5 μου να παίζω κλασικό πιάνο και στα 7 μου άκουγα με παθος από Brahms έως και Michelle Legrand σαν να ήταν δεδομένος ήχος. Η μουσική με συνέπαιρνε σε όλες τις μορφές της. Στα 17 μου σταμάτησα να παίζω πιανο γιατί είχε γίνει συνώνυμο με την καταπίεση. «Διαβασες Ντέπη!;» Μου τρυπούσε το μυαλό αυτή η φωνή και κάλυπτε τη λαχτάρα των ήχων που ερχόντουσαν από την ψυχή μου και που έβρισκαν αντίκρισμα στα πλήκτρα. Θύμωσα με το πιανο αντί να θυμώσω με την αδυναμία μου να υποστηρίξω τη λατρεία που του είχα πέρα από τα ανθρώπινα «πρέπει» των γονιων μου. Το άφησα και με άφησε. Με άφησε σοφά…να φύγω μηπως και ξαναγυρίσω.Κάποια στιγμή με κέρδισε το ρεμπέτικο. Ίσως πιο πολύ από κάθε άλλο είδος. Είναι περίεργο που ο ηχος του ρεμπέτικου με συνάντησε στη Νεα Υόρκη, όπου είχα πάει να σπουδάσω χωρίς να έχω ιδέα ή προσμονή ότι θα το συναντούσα. Ήταν μια περίοδος που είχα ξεχάσει εντελως την κλασική μουσική σαν τον μεγάλο έρωτα που γνωρισες και δεν θες να θυμασαι και που ίσως μισείς στον αντίποδα της λατρείας. Αφημένη στο χάος μιας ξεφρενης νεότητας, μιας ελευθερίας μακριά από όλους και από όλα, προστατευμένη από έναν ωκεανό. Ήμουν στην πρωτεύουσα του κόσμου και αντί να πηγαίνω στους ναούς του κλασικού ρεπερτορίου που ήταν στα πόδια μου, πήγαινα στα δυσεύρετα ρεμπετάδικα του Μανχάτταν για να βρω τη χώρα μου. Αυτή που με καταπίεσε τόσο και από αυτή που ήθελα να φύγω… τι αντίθεση…έψαχνα με λαχτάρα τους ήχους της μακριά της. Περίεργο γιατί κανένας από τους γονείς μου δεν άκουγε ποτε ρεμπέτικα. Οι παππούδες μου ναι. Ίσως αυτό έψαχνα να βρω σε αυτή τη μακρινή γη. Τις ρίζες μου. Και έμαθα να το τραγουδάω το ρεμπέτικο και να το νιώθω. Βαθιά έμαθα να το νιώθω… να ακούω τον πονο και τον αναστεναγμό του. Και τον δικό μου…
Με δίδαξαν ο Μητσάκης και ο Μάρκος, ο Χιώτης και ο Ζαμπέτας. Δοκίμασα για πρώτη φορά τη φωνή μου στις νότες του και αυτό με άφησε. Ελεύθερα, με αγάπη με άφησε. Με δεχτηκε. Και κάναμε σχέση πάθους. Ατελείωτα αξημέρωτα βραδια με βιρτουόζους του μπουζουκιού, βιρτουοζους της λαϊκής έκφρασης, της απλότητας, της άφεσης των αμαρτιών που δεν ήταν η μοιρα τους να συγχωρεθούν ποτε. Μόνο έτσι υπάρχει το ρεμπέτικο. Στην αέναη προσμονή της συγχώρεσης. Της λύτρωσης.
Του είμαι τόσο ευγνώμων… του ειδους, των δασκάλων, του μεγάλου αυτού πάθους που με
κράτησε. Με υποστήριξε. Έγινε οικογένεια…Ο κύκλος του παθιασμένου έρωτα
μου με αυτό το είδος, έκλεισε πρόσφατα. Πως; Πέθανε ο πατέρας μου. Έφυγε όμορφα με αγάπη και συγχώρεση αμφίδρομη. Συγχώρεση! Τι σπουδαία λέξη, τι σπουδαία ψυχική κίνηση. Νομιζεις ότι την προσφέρεις προς τα έξω αλλά στην ουσία εκείνη γυρνάει πάντα σε εσένα… και χαϊδεύει τα αιχμηρά και τα παραπονεμένα μέσα σου.
Και τότε…Τότε ξανά…Ο ήχος του πιάνου… ο ήχος του παιδικού μου έρωτα… το άγγιγμα του. Η αγκαλιά του. Έβαλα να ακούσω κάποια έργα ξανά… Δεν ήταν εύκολο. Είχα ξεχάσει τη γλώσσα… η όχι; Άκουσα ακατάπαυστα επι δυο χρόνια κλασική μουσική, χωρίς να περιμένω τίποτα, σαν μια Εύα που κάθεται έξω από τις πύλες του Παραδείσου και που δεν έχει σκοπό να πάει πουθενά ακόμα και αν αυτες οι πυλες δεν ανοίξουν ποτε πια για αυτή. Άκουγα κλασική μουσική παντού. Στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στη δουλειά μου, στο περπάτημα, με headphones, χωρις, και πάντα δυνατά. Πηγα σε απειρες συναυλιες, κονσέρτα και οπερες, οπου μπορούσα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διάβαζα ασταμάτητα για τους μεγάλους συνθετες και έψαχνα να τους νιώσω μέσα στα έργα τους. Ήθελα να κερδίσω τον χαμένο χρόνο, να ξυπνήσω την ξεχασμένη γνώση… Έπρεπε να ζητήσω συγνώμη από την αγάπη που πρόδωσα κάποτε…της όφειλα την παρουσία μου ακόμα και αν δεν μου ανοιγόταν… και αξαφνα…
Το θαύμα της επιστροφής! Σαν να μην πέρασε μια μέρα! Την άκουσα όπως την άκουγα παλια, μόνο καλύτερα…βαθύτερα! Μέσα από τη νέα κατανόηση του εαυτού μου, μέσα από τις απώλειες και τις πληγές μου. Μέσα από την ντροπή και την περηφάνια μου. Και μέσα από την νεοανακαλυφθείσα ποιότητα της υπομονής στο εδώ και τώρα.
..Βλέπεις, η ρεμπέτικη βόλτα με είχε μάθει να δέχομαι αυτό ακριβως που είναι, στο απόλυτο τώρα της πενιάς του. Να σέβομαι το μεγαλείο της αναμονής ενός πόθου που ίσως να μην ευοδωθει ποτε. Και πάνω σε αυτή την αποδοχή, άνοιξε διάπλατα η πύλη! Και άκουσα νότες όπως δεν τις είχα ξανακούσει ποτε! Και η ψυχή μου πλημμύρισε από κάτι σαν αγιασμό… Και ήρθε ο Μπετόβεν και μου έδειξε τον πονο του και την αγωνία του και την μοναξιά του, πέρα από τις γόβες που βάζω για να πάω να ακούσω το κονσέρτο του στον 21 αιώνα στο Μέγαρο ως μεγαλοαστός. Λες και ανήκω σε άλλη πνευματική κατηγορία. Ένα είδος ηλιθίου μέσοαστικού μουσικου νεοπλουτισμού.Η κλασική μουσική δεν είναι υπεράνω. Δεν είναι για καλοντυμένους διανοούμενους και καλλιεργημένους ελιτιστες.. ανήκει σε ολους μας! Γιατί είναι η γλώσσα του Θεού, ο πιο καθαρος δρόμος που μας δόθηκε για να επικοινωνήσουμε με την ακατανόητη πολυπλοκότητα της ψυχής μας και άρα με Τον δημιουργό της. Είναι ότι πιο ανθρώπινο και πιο θεϊκό ταυτόχρονα. Γιατί είναι η Πηγή που παντρεύει τα αντίθετα!
Είναι ότι πιο συγκινητικό έχω γευτεί, μυρίσει, δει, αγγίξει και μετά ακούσει. Είναι η πιο μεγάλη θεραπευτικη δύναμη που έχω γνωρίσει και γιαυτο απόψε έχω να πω σε όλους σας: βάλτε ότι πιο άνετο, καθίσετε στο πιο χαλαρό μέρος του σπιτιού σας και αφήστε τον εαυτό σας να ακούσει αυτές τις νότες απλά, δυνατά, χωρις διανοητικό στόμφο και χωρίς να τις ονομάζει ο εγκεφαλος σας «κλασικές»… επιτρέψτε τους να γίνουν απλά εσείς… όπως ακριβώς είστε. Θα βρείτε μέσα τους την απόλυτη αποδοχή μιας αγκαλιάς που δεν έκρινε ποτε. Μιας αγαπης που εξυψώνει την ανθρώπινη αδυναμία, δεν την ακυρώνει, δεν την κρίνει, δεν την εγκαταλείπει. Την κάνει προσευχή και θαύμα και μυστικιστικό ταξίδι. Μια σύνδεση με το μέσα, το έξω και το όλον άνευ προηγούμενου.. Η Λύση του δράματος της ατίθασης φύσης μας που ζητάει απεγνωσμένα μια ακρόαση έφεσης και τελικά άφεσης …
D.